διφροφορώ

διφροφορώ
διφροφορῶ (-έω) (Α)
1. μεταφέρω δίφρο, φορείο
2. μεταφέρω κάποιον πάνω σε δίφρο
3. οι διφροφορούμενοι
για τους Πέρσες ηγεμόνες που μεταφέρονταν πάνω σε δίφρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”